Γη Μήτηρ

Γη Μήτηρ
(Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και την ίδια την τάξη του κόσμου και συνεπώς η εξασφάλιση της αγροτικής γονιμότητας που αποδίδεται στη Γ.M. αποτελεί και εξασφάλιση ολόκληρου του κόσμου και της πολιτιστικής ζωής των ανθρώπων. Στη μορφή της Γ.Μ. έχουν συγχωνευτεί οι δύο έννοιες της κοσμικής γης και της καλλιεργημένης γης. Η Γ.Μ., με την κοσμική ιδιότητά της, συνδέεται τις περισσότερες φορές με έναν Ουρανό Πατέρα, το υπέρτατο δηλαδή αρσενικό ov, ουράνιας φύσης. Η ιδέα ενός τέτοιου ζευγαριού ήταν πολύ διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο (Ευρώπη, Ασία) και είναι ακόμα και σήμερα σε μερικούς πρωτόγονους λαούς (Ωκεανία). Το ζευγάρι Γη-Ουρανός στις πολυθεϊστικές θρησκείες συνδέεται με τις μυθικές κοσμογονίες: σε αυτό αποδίδονταν, όπως στην αρχαία Ελλάδα, η γέννηση της πρώτης θείας γενιάς. Η μητρότητα της γης απαντάται με δύο έννοιες, την κοσμική και την αγροτική· είναι η μητέρα των σιτηρών, όπως είναι και η μητέρα των θεών, δηλαδή του κόσμου. Ο τίτλος της αρχαίας Γ.Μ. στον μεσογειακό χώρο, διαδεδομένης υπό τη μορφή της Κυβέλης, ήταν ο τίτλος της μεγάλης μητρός των θεών, μαζί με τον τίτλο της μητρός των σιτηρών. Και άλλα συστατικά διαφόρων ειδών χρησιμοποιούνται όμως για την απεικόνιση της μητρότητας της γης· από αυτά αναφέρουμε τον μύθο για ανθρώπους που γεννήθηκαν από πέτρες (τα οστά της Γης), αναμφισβήτητα αρχαιότατο, ως απόδειξη της διάδοσής της σε περιοχές που χωρίζονται από τεράστιες αποστάσεις, όπως η αρχαία Ελλάδα και το Περού των Ίνκας. Στο ίδιο επίπεδο μπορεί να τοποθετηθούν και οι εξίσου διαδεδομένοι μύθοι κατά τους οποίους η ανθρωπότητα βγήκε από τρύπες της γης ή σπηλιές, σύμφωνα με έναν γενετήσιο συμβολισμό που είναι εμφανής. Όσο για τη γεωργική μορφή της Γ.M., αυτή περιορίζεται στην εξασφάλιση της γονιμότητας των αγρών και γενικά στην καλή πορεία της συγκομιδής. Με την ίδια αυτή λειτουργία εμφανίζονται στις πολυθεϊστικές θρησκείες διάφορες θεές, που μολονότι έχουν το όνομα της Γ.Μ., έχουν χάσει τα κοσμικά χαρακτηριστικά της προθεϊστικής μυθικής μορφής. Η ελληνική θεά Δήμητρα (Δη = Γη) διακρίνεται, για παράδειγμα, από τη μυθική Γαία (Γη), που αποτέλεσε μαζί με τον Ουρανό το κοσμογονικό ζευγάρι. Η κοσμογονική Γ.Μ., όμως, επανεμφανίζεται μερικές φορές σε άλλους τομείς λατρείας, π.χ. σε μαντικούς (όπως συνέβη στην Ελλάδα, όπου τέτοιες λειτουργίες αποδόθηκαν στη Γαία). Με τη λειτουργία αυτή η Γ.Μ. ενεργεί στο παρόν, όπως ενεργούσε την εποχή της γένεσης του κόσμου, όταν είχε μέσα της όλο το μέλλον. Αυτό συνεπάγεται ίσως την έννοια μιας συνεχούς δημιουργίας, αλλά τέτοιες έννοιες ανήκουν στο καθαρά θεωρητικό πεδίο και όχι στη θρησκεία, μέσα στα όρια της οποίας πρέπει μάλλον να δούμε, σε σχέση με τη χρησμοδότιδα Γ.M., μια απλή τελετουργική επαναπόδοση του μύθου των αρχών του κόσμου, στην οποία καταφεύγει κανείς σε κρίσιμες στιγμές, στις στιγμές ακριβώς εκείνες που απαιτούν να ζητηθεί ο χρησμός ενός μαντείου. Στήλη από το Σαν Βέρο Μίλις, αναπαράσταση κατά πάσα πιθανότητα της Μητέρας Γης, της μεγάλης θεάς του μεσογειακού χώρου (Αρχαιολογικό Μουσείο, Κάλιαρι, Σαρδηνία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μήτηρ — μήτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. μητέρα …   Dictionary of Greek

  • μητήρ — μήτηρ mother fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτηρ — mother fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μητράσι — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητράσιν — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρί — μήτηρ mother fem dat sg μήτηρ mother fem dat sg μητρίς one s mother country fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”